- ποδηλατώ
- (ε) αμετ. ездить на велосипеде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποδηλατώ — έω, Ν 1. μετακινούμαι με ποδήλατο 2. εξασκούμαι στην ποδηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηλάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ποδηλατώ — κινούμαι με ποδήλατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)